- πεντόλιρο
- το см. πεντάλιρο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεντόλιρο — και πεντάλιρο, το νόμισμα αξίας πέντε λιρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντο / πεντα * + λίρα. Η λ. στον λόγιο τ. πεντόλιρον μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πεντόλιρο — το νόμισμα αξίας πέντε λιρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Cypriot pound — Λίρα Κύπρου (Greek) Kıbrıs lirası (Turkish) … Wikipedia
πεντάλιρο — το βλ. πεντόλιρο … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek